- κλισέ
- το άκλ. клише
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλισέ — (γαλλ. cliché). Όρος που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία και στη φωτογραφική τέχνη. Χαρακτηρίζει μια στερεή, επίπεδη ή κυλινδρική πλάκα από τσίγκο, χαλκό, μπρούντζο ή συνθετική ύλη, πάνω στην οποία είναι αποτυπωμένη η απεικόνιση του πρωτότυπου… … Dictionary of Greek
κλισέ — το (άκλ., λ. γαλλ.) 1. μεταλλική πλάκα ανάγλυφη, με γράμματα ή εικόνες, για την εκτύπωσή τους σε τυπογραφική μηχανή. 2. αρνητική φωτογραφική εικόνα. 3. τυποποιημένοι τρόποι έκφρασης στο λόγο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
στερεότυπος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει παραχθεί με στερεοτυπία 2.συνεκδ. αυτός που έχει τυπωθεί με στερεοτυπία («στερεότυπο βιβλίο») 3. μτφ. αυτός που εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος («στερεότυπη έκφραση») 4. το ουδ. ως ουσ. το στερεότυπο… … Dictionary of Greek
τσιγκογραφία — Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα… … Dictionary of Greek
φωτογαλβανογραφία — η, Ν (τυπογρ.) μέθοδος παρασκευής κλισέ με συνδυασμό τής γαλβανοπλαστικής και τής φωτογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γαλβανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Παναχράντου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Άνδρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eξαρτάται από τη Μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στην εποχή του Bυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (10ος αι.). Οικοδομικές… … Dictionary of Greek